Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΟΜΟΦΟΒΙΑΣ

Θα με θυμάσαι


Photo: jnrn/Flickr
Photo: jnrn/Flickr

Θυμάμαι να χαζεύω τα μπούτια των συμμαθητών μου που έπαιζαν μπάλα. Έξι ετών, όμως το σώμα ήξερε τι λαχταρούσε. Όπως ήξερε και το μυαλό πως η επιθυμία αυτή δεν έπρεπε να μου ξεφύγει. Πώς το ήξερε; Ας όψονται τα αστεία, τα πάντοτε αθώα καλαμπούρια, η ασυναίσθητη ή και καθ’ όλα συνειδητή χλεύη γονιών και θείων κι ανθρώπων που δεν ήθελαν να καταλάβουν τους ανθρώπους.
Θυμάμαι να ξεμοναχιάζω γειτονόπουλα σε αυτοσχέδια παιχνίδια μες σε σκοτεινά γκαράζ κι αθέατες κόχες, και να αγγιζόμαστε άπληστα, αχόρταγα, κι όσο κι αν χρειαζόταν η παρότρυνσή μου, θυμάμαι τα παιδικά κορμιά να ανταποκρίνονται, διότι η δίψα τους για χάδια, για διέγερση, δεν είχε ακόμη πλαγιάσει στην κλίνη της προκρούστειας ηθικής, και είχε για μόνο λάθος την άρνηση του εαυτού, και την αυθαίρετα επιβεβλημένη στέρηση.

Θυμάμαι να ανακαλύπτω το κορμί μου μέσα απ’ τα κορμιά ανδρών σε ιλουστρασιόν φωτογραφίες που διαφήμιζαν αρώματα κι εσώρουχα μα πάνω απ’ όλα την υποταγή στην ομορφιά, στον πόθο. Διττή επιθυμία: ν’ αποκτήσω ένα τέτοιο κορμί, και να του μοιάσω. Κι έτσι θυμάμαι σαν τον κλέφτη να κόβω σελίδες και να τις φυλάω ως ιερά κειμήλια, να βουτάω πορνοπεριοδικά, και να τυραννώ γλυκά τον εαυτό μου με ποιήματα του Καβάφη και του Κάτουλλου.
Θυμάμαι να νοικιάζω έξι τσόντες, οι πέντε στρέιτ για ξεκάρφωμα, από ντροπή αναίτια, και ν’ αποστηθίζω τις τρεμάμενες εικόνες της βιντεοκασέτας, παιγμένης μες στη μαύρη νύχτα με τον ήχο χαμηλωμένο, με τα στόματα στην οθόνη και το σκοτάδι του σαλονιού ν’ ανοίγουν βουβά στον οργασμό σαν την Κραυγή του Μουνκ.
Θυμάμαι να συνθέτω άθλια ποιήματα για αγόρια του σχολείου όπου το φύλο ποτέ δεν δηλωνόταν με σαφήνεια. Θυμάμαι τα χρόνια των ονειρώξεων, του πρώτου ίντερνετ που έπεφτε με το παραμικρό σαν μεθυσμένος με πατίνια και ήθελε μια ώρα να κατεβάσει μια φωτογραφία, κι αν κάποιος σου τηλεφωνούσε επίμονα η σύνδεση κοβόταν και τα τελευταία εκατοστά της φωτογραφίας έμεναν αθέατα πίσω από μια γκρίζα λωρίδα, σαν σύγχρονο φύλλο συκής.


Θυμάμαι τις πρώτες ολοκληρωμένες επαφές. Πολλές φορές μετά, απ’ τη χαρά μου, έβγαινα στον δρόμο με τα μπατζάκια ανοιχτά, κάθιδρος κι αναμαλλιασμένος σαν να ’χα μόλις επιβιώσει από μονομαχία μέχρι θανάτου, και θυμάμαι να τρέχω ν’ ακούσω μουσική για να μπορέσει ο νους απερίσπαστος, και πάνω στον καμβά της ωραιότητας, να αναπλάσει και να απαθανατίσει τις λιγοστές στιγμές που βάσταγε το άμαθο ακόμη σώμα μου. Οι Όρνιθες του Χατζιδάκι: μνημείο απώλειας παρθενιάς.
Θυμάμαι τις ολέθριες πρώτες σχέσεις, τη βιασύνη και την αμβλύνοια της νιότης μου, και το ατέλειωτο κλάμα μου – και πάλι συνοδεία μουσικής – στο παιδικό μου δωμάτιο ή σε ανεμοδαρμένα καρτοτηλέφωνα της Καλαμαριάς (ναι, μικροί μου φίλοι, μέχρι τη χαραυγή του εικοστού πρώτου αιώνα δεν είχα κινητό τηλέφωνο).
Και ύστερα θυμάμαι, πριν δέκα παρά κάτι χρόνια, ένα παγερό γεναριάτικο βράδυ Κυριακής, ένα ποτό σ’ ένα μπαράκι που δεν υπάρχει πια, και τα σαράντα δύο λεπτά που κράτησε η αποπλάνηση του Μεγάλου Έρωτα της ζωής μου – που τότε, μωρό ακόμα, είχε πάρει ζεστή σοκολάτα με άρωμα καρύδα, κι εγώ προς στιγμήν ντράπηκα να παραγγείλω τζιν-τόνικ, μα απ’ την άλλη δεν άντεχα το τρακ. Και θυμάμαι το Eyes Wide Shut, την εξαίσια αυτή ωδή στη φαιδρότητα και τη βία του ερωτικού οίστρου, να χρησιμεύει ως παρασύνθημα για την πρώτη τρυφερή μας πάλη.


Και ξέρω τέλος πως θα θυμάμαι, χρόνια μετά, τους αχρείους που μας λένε κίναιδους, τους χολωμένους που φρίττουν στην ιδέα του γάμου μας (διότι πού πας, κύριος; πώς τολμάς να είσαι ευτυχισμένος – με ρώτησες εμένα που δεν είμαι;), το κράτος που μας έχει γραμμένους και τις ποικίλες ανεκπλήρωτες προς ώρας εμμονές (ένα παιδί, δικό σου και δικό μου), κι όπως θα τα θυμάμαι θα γελάω με τα αλλοτινά χάλια του κόσμου. Μαζί θα τα θυμόμαστε και θα γελάμε, αγάπη μου.
Κι εσύ, άγνωστε αδελφέ που με μισείς χωρίς να με γνωρίζεις, που με θεωρείς κατώτερό σου, ανώμαλο, καρικατούρα ανδρός που ψοφάει να ντυθεί νυφούλα, εσύ που τώρα στέκεσαι μπροστά μου και νομίζεις πως μου κλείνεις τον δρόμο – θα με θυμάσαι, όταν μια μέρα ξυπνήσεις απ’ τον βαθύ σου ύπνο και διαπιστώσεις πως είσαι σαν παλιά, εγκαταλελειμμένη εθνική, κι ότι ο δρόμος μου σε προσπέρασε και σ’ άφησε πίσω, να φυλάς τα διόδια που ξανά κανείς δεν πρόκειται να σου πληρώσει.
Θα με θυμάσαι, μα δεν θα σε θυμάμαι εγώ.

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Εδώ σχολιάζεις εσύ - Comment Here

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Contact Us

Name *
Email *
Subject *
Message *
Powered byEMF Web Forms Builder
Report Abuse